- έκκαυμα
- Μέσο για την πρόκληση έκρηξης μιας γόμωσης. Το έ. χρησιμοποιείται για να αποφευχθούν οι εύφλεκτες εκρηκτικές ύλες σε επικίνδυνες ποσότητες (όπως ο βροντώδης υδράργυρος), οι οποίες είναι πολύ ευαίσθητες στην κρούση. Τα βλήματα είναι συνήθως εφοδιασμένα με μια εναυσματική αλυσίδα, η οποία μεταδίδει στην εκρηκτική γόμωση την ενέργεια που χρειάζεται για να προκληθεί έκρηξη. Η αλυσίδα αυτή αποτελείται συνήθως από ένα καψούλι βροντώδους υδραργύρου, από ένα πρωτεύον έ. (ένας μεταλλικός σωληνίσκος που περιέχει μερικά γραμμάρια αζιδίου του μολύβδου ή ανάλογης εκρηκτικής ύλης) και από ένα δευτερεύον έ. (συμπιεσμένος πεντρίτης ή τροτύλη), το οποίο εφάπτεται αμέσως με την εκρηκτική γόμωση· για παράδειγμα, τροτύλη ισχυρή, αλλά όχι ευαίσθητη.
Για να προκαλέσουμε την εκπυρσοκρότηση των γομώσεων εκτόξευσης των πυροβόλων χρησιμοποιούμε ε. που εκπυρσοκροτούν με κρούση ή ηλεκτρικό ρεύμα. Στα λατομεία η έκρηξη επιτυγχάνεται με έναν εκπυρσοκροτητή, ο οποίος εφάπτεται με τη γόμωση και έχει ένα φιτίλι σχετικά βραδύκαυστο, για να επιτρέπει στο προσωπικό που βρίσκεται εκεί να απομακρύνεται.
Σχηματική παράσταση εκκαύματος όπου φαίνεται η εναυσματική αλυσίδα, η οποία μεταδίδει στη γόμωση την απαραίτητη ενέργεια για να προκληθεί η έκρηξη.
* * *το (Α ἔκκαυμα)νεοελλ.εύφλεκτη χημική ύλη που μεταδίδει τη φλόγα στη γέμιση τού πυροβόλουαρχ.1. φρύγανο ή ξύλο, προσάναμμα2. πηγή θερμότητας3. έναυσμα.
Dictionary of Greek. 2013.